- χήλευμα
- χήλ-ευμα, ατος, τό,A awl, S.Fr. 486, Poll.7.83,10.141, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χήλευμα — awl neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χήλευμα — τὸ, Α [χηλεύω] 1. σχοινί, νήμα 2. εργαλείο για το πλέξιμο διχτιών 3. (κατά τον Ησύχ.) «χηλεύματα γὰρ ἐλέγοντο οἷον ὀπήτια, οἷς πλέκουσιν ἤ ῥάπτουσιν» … Dictionary of Greek
χηλεύματα — χήλευμα awl neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)